-
1 στειχω
(impf. ἔστειχον, эп. aor. 2 ἔστῐχον)1) идти, ходить, проходить(κατὰ ὁδόν Hom.)
σ. πόλιν Aesch. — идти в город;σ. ἐπί τινα Her. — идти (войной) на кого-л.2) входить, вступать(ἔσω Aesch.)
σ. τὰν νεάταν ὁδόν Soph. — отправляться в последний путь3) подходить, подступать(πρὸς πύργους Aesch.)
4) выходить(θύραζε Hom.; ἐκ δόμων Soph.)
ἀκτὴς ἥ στείχουσα ἡλίου Eur. — исходящий от солнца луч5) приходить, прибывать(ἀπ΄ Ἄργεος Hom.)
6) уходить, уезжать Soph.στείχωμεν! Aesch. — уйдем (же)!
7) восходить, подниматься(πρὸς οὐρανόν Hom.)
-
2 καταφερω
(fut. κατοίσοι - эп. κατοίσομαι; aor. 1 κατήνεγκα)1) (с)носить вниз(μέτρημα πυρῶν τοῖς ὤμοις Plut.)
2) сводить вниз(Ἄϊδος εἴσω τινά Hom.)
κ. ποδὸς ἀκμάν Aesch. — спускаться, сходить, т.е. приближаться3) нести по течению4) относить (ветром или течением)(τὰς ναῦς ἐς τέν Πύλον, πρὸς τέν Πελοπόννησον κατενηνέχθαι Thuc.; εἰς τέν θάλατταν Arst.)
5) опускать(τέν δίκελλαν, τέν σφῦραν Luc.; τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ Plut.)
; pass. опускаться, склоняться к закату(καταφερομένου τοῦ ἡλίου Arst.; καταφερομένης σελήνης Plut.) или близиться к концу (τῆς ἡμέρας ἤδη καταφερομένης Plut.)
τὸ τοῦ λύχνου φῶς καταφερομένου Plut. — свет гаснущего светильника6) pass. (тж. κ. εἰς ὕπνον Luc., Plut.) хотеть спать, быть соннымκαταφερόμενος καὴ νυστάζων Arst. — качающийся от дремоты;
κ. ὕπνῳ βαθεῖ NT. — быть погруженным в глубокий сон7) сносить, разрушать(τοὺς πύργους Polyb.)
; med.-pass. обрушиваться(ῥοίζῳ καὴ τάχει ἀπίστῳ Plut.; πολλῶν τῶν οἰκιῶν καταφερομένων ἐπὴ τοὺς διαθέοντας Plut.)
8) (тж. κ. πληγήν Luc.) наносить ударκατένεγκε θαρρῶν Luc. — бей смело;
κ. τινὸς πολλά Plut. — обрушиться с упреками на кого-л.9) вносить, представлять(ἔγκλημα ἐπὴ δικαστήριον Dem.; ψῆφον NT.)
10) pass. впадать, попадать(εἰς κάρον Arst.)
κ. ἐπὴ γνώμην Polyb. — приходить к мысли;ἐπὴ ἐλπίδα τινὰ κ. Polyb. — возыметь какую-л. надежду11) вносить, уплачивать(τοὺς τόκους τοῖς δεδανεικόσι Arst.; ἀργυρίου εἴκοσι τάλαντα Polyb.; ἐν χρόνῳ ῥητῷ, sc. τὰ χρήματα Plut.)
12) возводить(τέν διαβολήν τινος Arst.)
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek